σκύλους

σκύλους
σκύλος
neut gen sg (attic epic doric)
σκυλόω
veil
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κυνοδρομία — Αγώνας ταχύτητας μεταξύ γυμνασμένων σκυλιών σε ειδικούς στίβους (κυνοδρόμια), μήκους περίπου 500 μ. Η κ. μπορεί να είναι απλή ή μετ’ εμποδίων. Η συνήθεια διεξαγωγής κ. είναι αρχαιότατη και προέρχεται από το κυνήγι του λαγού, που ήταν πολύ… …   Dictionary of Greek

  • λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… …   Dictionary of Greek

  • Alexis Panselinos — Infobox Writer imagesize = 150px name = Alexis Panselinos caption = pseudonym = birth date = 1943 birth place = Athens, Greece death date = death place = occupation = novelist nationality = Greek period = 1982 ndash; genre = subject = movement =… …   Wikipedia

  • Κυνάγχης — Κυνάγχης, ὁ (Α) [κυνάγχη] (προσωνυμία τού Ερμή) αυτός που πνίγει σκύλους …   Dictionary of Greek

  • άρρις — ἄρρις ( ινος), ο, η (Α) [ρις] 1. αυτός που δεν έχει μύτη 2. (για κυνηγετικούς σκύλους) αυτός που δεν έχει δυνατή όσφρηση …   Dictionary of Greek

  • άστομος — η, ο (Α ἄστομος, ον) 1. αυτός που δεν έχει στόμα 2. ο άφωνος, ο αμίλητος αρχ. 1. (για σκύλους) αυτός που έχει μαλακό στόμα, που δεν μπορεί να κρατήσει κάτι με τα δόντια 2. (για άλογα) ο σκληρόστομος, αυτός που δεν δέχεται χαλινάρι 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • έλκηθρο — Μέσο μεταφοράς που χρησιμοποιείται για την κίνηση πάνω στο χιόνι ή στον πάγο. Είναι κατασκευασμένο από ξύλο ή από σίδερο και αποτελείται από δύο πατίνια ενωμένα με τραβέρσες, πάνω στις οποίες είναι τοποθετημένο ένα αμάξωμα ή ένα κάθισμα. Το έ.… …   Dictionary of Greek

  • αικάλλω — αἰκάλλω (Α) 1. θωπεύω, κολακεύω 2. (για σκύλους) κουνώ την ουρά κολακευτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Το ρ. (που χρησιμοποιείται μόνο σε ενεστ. και παρατ.) προέρχεται πιθ. από το ουσ. αἰκάλος «κόλακας» (Ησύχιος), χωρίς να αποκλείεται και το… …   Dictionary of Greek

  • αμάντευτος — η, ο (AM ἀμάντευτος, ον) [μαντεύομαι] αυτός που δεν προμαντεύθηκε ή που δεν μπορεί κανείς να τόν μαντέψει, να τόν προβλέψει αρχ. μσν. 1. αυτός που δεν μπορεί να προβλέψει, να εξιχνιάσει κάτι 2. με την ίδια σημασία για σκύλους χωρίς οξεία όσφρηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”